- κοινωνικοποίηση
- [-ις (-εως)] η обобществление;
κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής — обобществление средств производства
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής — обобществление средств производства
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κοινωνικοποίηση — Η διαδικασία μέσω της οποίας το άτομο εντάσσεται στο κοινωνικό σύνολο, αποκτώντας κοινωνική συμπεριφορά που είναι αποδεκτή από την κοινωνική ομάδα. Ειδικότερα, η κοινωνική ψυχολογία χρησιμοποιεί τον όρο κ. για την εξελικτική διαδικασία με την… … Dictionary of Greek
εθνικοποίηση — Το σύνολο των μέτρων με τα οποία παραγωγικές επιχειρήσεις ή και ολόκληροι τομείς της οικονομίας περιέρχονται υπό την κυριότητα και τον έλεγχο του κράτους. Ο όρος είναι δημιούργημα της σύγχρονης εποχής και χρησιμοποιείται με πολλές παραπλήσιες… … Dictionary of Greek
αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… … Dictionary of Greek
κοινωνικοποιώ — προβαίνω σε κοινωνικοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινωνικός + ποιῶ (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. ιδιο ποιῶ, προσωπο ποιώ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. socialize] … Dictionary of Greek
κολεκτιβισμός — Πολιτικοοικονομικό σύστημα, στο οποίο οι συντελεστές παραγωγής και η διανομή των αγαθών ελέγχονται από το κοινωνικό σύνολο (κράτος, αυτόνομες κοινότητες ή συναιτεριστικές οργανώσεις) και όχι από ιδιώτες. Υπό την έννοια αυτή ο κ. είναι αντίθετος… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
διεθνές δίκαιο — Όρος που αναφέρεται γενικά στο σύνολο των νομικών κανόνων που αφορούν σχέσεις ανάμεσα στα κράτη ή ανάμεσα στα κράτη και σε διεθνείς οργανισμούς ή ανάμεσα σε πρόσωπα που ζουν σε διαφορετικές επικράτειες ή εξαρτούν έννομα συμφέροντα που διέπονται… … Dictionary of Greek
Μαρξ, Καρλ — (Heinrich Karl Marx, Τριρ 1818 – Λονδίνο 1883). Γερμανός φιλόσοφος και οικονομολόγος, εβραϊκής καταγωγής. Υπήρξε συνιδρυτής, με τον Φρίντριχ Ένγκελς, του επιστημονικού σοσιαλισμού και της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας. Σπούδασε νομική, ιστορία … Dictionary of Greek
Μεταξάς, Αναστάσιος-Ιωάννης — (Αθήνα 1940 –). Πολιτικός επιστήμονας και καθηγητής πανεπιστημίου. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες, ενώ πραγματοποίησε και μεταπτυχιακές σπουδές σε πανεπιστήμιο της Γαλλίας. Ξεκίνησε την πανεπιστημιακή του σταδιοδρομία στα Πανεπιστήμια… … Dictionary of Greek
κοινωνικοποιώ — ( είς, εί κτλ.), κοινωνικοποίησα, κοινωνικοποιήθηκα, κοινωνικοποιημένος, θέτω στη διάθεση του κοινωνικού συνόλου με κατάλληλη οργάνωση επιχειρήσεις ή τομείς. Oυσ. κοινωνικοποίηση, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)